- προαφίσταμαι
- Α1. αφήνω κατά μέρος εκ τών προτέρων2. εξεγείρομαι πρωτύτερα3. απέχω εκ τών προτέρων («ἅπαντα ἐξευρίσκεται, ἂν μὴ προαποστῇς», Αλεξ.)4. εγκαταλείπω πρωτύτερα.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἀφίσταμαι «απέχω, παραιτούμαι, υποχωρώ, επαναστατώ»].
Dictionary of Greek. 2013.